μαγκιά

μαγκιά
η
η ενέργεια, η συμπεριφορά τού μάγκα, μάγκικο φέρσιμο ή μάγκικος λόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάγκας + κατάλ. -ιά (πρβλ. ζαρ-ιά, τροχ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαγκιά — η το να είναι κανείς μάγκας, η πονηριά, η κατεργαριά, η εξυπνάδα: Η δασκάλα τον τιμώρησε γιατί έκανε μαγκιές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαμπουκάς — ο, Ν 1. επουλωμένη πληγή που έγινε με ξυράφι, χαρακιά 2. τατουάζ 3. μτφ. α) μάγκικη συμπεριφορά, μαγκιά, ζοριλίκι β) (για πρόσ.) μάγκας, τσαμπουκαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τουρκ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”